- ακρόδετος
- η , ο [ος , ον ] привязанный, связанный за край
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακρόδετος — η, ο (Μ ἀκρόδετος, ον) ο δεμένος με άλλον από την άκρη ή την κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + δετός < δέω. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδεσία, ακροδετώ] … Dictionary of Greek
ἀκροδέτους — ἀκρόδετος bound at end masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροδεσία — και σιά, η [ακρόδετος] 1. το να είναι κάτι δεμένο στις άκρες του ή από τις άκρες του 2. Ναυτ. η ακροδέτηση 3. το «δέσιμο» ενός οικοδομήματος με μεγάλους και στερεούς λίθους στις γωνίες τών θεμελίων του … Dictionary of Greek
ακροδετώ — Ναυτ. προσδένω τις επάνω γωνίες τού ιστίου στα ακροκέραια, «δένω την αμορόζα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρόδετος. ΠΑΡ. νεοελλ. ακροδέτηαη] … Dictionary of Greek